εποικοδόμηση

εποικοδόμηση
η
1. η οικοδόμηση πάνω σε οικοδομή που προϋπήρχε.
2. μτφ., η παραπέρα προαγωγή, ανάπτυξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • εποικοδομητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση 2. εκείνος που συντελεί στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα, στη βελτίωση τής προσωπικότητας, τής γνώσης κ.λπ. 3. αυτός που ενισχύει μια άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξένου όρου (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • εποικοδομητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην εποικοδόμηση (βλ. λ.). 2. μτφ., που προάγει στην αρετή με τη διδασκαλία κυρίως και το παράδειγμα, ηθοπλαστικός: Εποικοδομητικά διδάγματα. 3. μτφ., που ενισχύει μία άποψη, που συντελεί στην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”